- καβαλαρία
- και καβαλερία, η (Μ καβαλαρία και καβαλαρέα)1. ιππικό, έφιππη συνοδεία2. πορεία καβάλα σε άλογο3. (ως επίρρ.) καβάλαμσν.φορτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. cavalaria].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβαλαρία — η (λ. ιταλ.), ιππικό: Πέρασε απ εδώ η καβαλαρία του τρίτου σώματος στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο Θεόφιλου (Λέσβου) — Το μουσείο, που στεγάζει μεγάλο αριθμό έργων του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζιμιχαήλ, χτίστηκε με δωρεά του εκδότη και τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη Τεριάντ το 1962 στο κτήμα του στη Βαρειά της Μυτιλήνης, όπου λειτουργεί και το μουσείο που… … Dictionary of Greek